- περιστείχω
- περιστείχω,A go round about, c. acc.,
τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277
, cf. AP5.138 (Mel.): abs.,περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13
, dub. in Alc.Com.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277
, cf. AP5.138 (Mel.): abs.,περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13
, dub. in Alc.Com.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστείχω — Α 1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.) 2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ. β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
περιστείχει — περιστείχω go round about pres ind mp 2nd sg περιστείχω go round about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείχουσιν — περιστείχω go round about pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιστείχω go round about pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείχειν — περιστείχω go round about pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείχοντες — περιστείχω go round about pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείχοντος — περιστείχω go round about pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείχουσα — περιστείχω go round about pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστειξας — περιστείχω go round about aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστείχοι — περιστείχοῑ , περιστείχω go round about pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)